Λέξη: περιμένω
Σχετικές λέξεις: περιμένω
περιμένω νεότερα, περιμένω κοριτσάκι, περιμένω - παύλος παυλίδης, περιμένω δίδυμα, περιμένω αδερφάκι, περιμένω αδελφάκι, περιμένω αγοράκι, περιμένω αόριστος, περιμένω συνώνυμα, περιμένω παυλίδης
Συνώνυμα: περιμένω
ανέχομαι, αναμένω, παραμένω πιστός, εμμένω, αντέχω, διαμένω, υπηρετώ, θεωρώ, αναπολώ, ατενίζω, μελετώ, προβλέπω
Μεταφράσεις: περιμένω
περιμένω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wait, expect, await, bide, I expect
περιμένω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
esperar, aguardar, espera, demora, espere, esperar a, esperará
περιμένω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufschub, verzögerung, abwarten, warten, verzug, entgegensehen, erwarten, wartezeit, warten Sie, warte, zu warten
περιμένω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
espèrent, retard, espérez, patienter, attends, espérons, attendre, attendent, supposer, présumer, espérer, exiger, expectative, temporiser, sursis, attente, attendez, d'attendre
περιμένω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aspettare, attendere, attendi, attendi che, attesa
περιμένω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adiamento, expatriar, demora, espere, aguardar, protelação, esperar, espera, colete, aguarde
περιμένω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwachten, verwachten, vertraging, verlating, afhalen, uitstel, verdaging, verbeiden, verlet, oponthoud, wachten, opschorting, wacht, geduld, te wachten
περιμένω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
надеяться, погодить, полагать, обождать, выждать, пережидать, ожидание, подождать, отсрочка, ждать, чаять, прождать, рассчитывать, предстоять, думать, дожидаться, подождите
περιμένω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forvente, vente, vent, venter, vente med
περιμένω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
påräkna, vänta, dröja, väntar, vänta med, vänta på, wait
περιμένω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kantaa, odotus, lykkäys, hidastelu, ounastella, viivytys, vartoa, viivästys, kytätä, odottaa, vartominen, odota, hetki, odottamaan
περιμένω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vente, afvente, Vent, vente med, venter
περιμένω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
počkat, doufat, očekávat, čekání, vyčkávání, čekat, vyčkávat, předpokládat, počkejte, čekej, vyčkejte
περιμένω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spodziewać, oczekiwać, poczekać, aktywować, czekać, przewidzieć, doczekać, usługiwać, podać, czat, odczekać, przypuszczać, wyczekiwać, zaczekać, czekanie, zaczekaj
περιμένω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felvonásköz, várjon, várni, várj, várja meg
περιμένω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
beklemek, bekleyin, bekle, wait, sabırsızlanıyorum
περιμένω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сподіватися, розраховувати, дожидати, стояти, талії, гадати, чекати, очікувати, ждати, чекати на, чекатиме, чекатимуть
περιμένω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pres, prit, prisni, presë, të presim
περιμένω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
одата, чакам, изчакайте, изчака, чакаме, изчакате
περιμένω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чакаць, ждать
περιμένω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ootama, eeldama, talje, vöökoht, oota, oodata, oodake
περιμένω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čekati, njegovati, dvoriti, čekaj, očekuju, iščekivati, očekujemo, očekivati, čekanje, pričekajte, pričekati, čekaju, čekajte
περιμένω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bið, bíða, bíddu, að bíða, beðið, bíða eftir
περιμένω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
exspecto
περιμένω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reikalauti, laukti, palaukti, palaukite
περιμένω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizkavēšana, gaidīt, novilcināšana, atlikšana, pagaidiet, pagaidīt, nogaidīt, jāgaida
περιμένω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
почека, почекајте, чекаат, чека, да чекаат
περιμένω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aştepta, așteaptă, așteptați, asteptati, aștepta
περιμένω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pričakovati, čakati, počakajte, počakati, počakaj
περιμένω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
počkať, čakať, vám počkať, počkajte