Обмарывать στα ελληνικά

Μετάφραση: обмарывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λερωμένος, μαγαρίζω, βρώμικος, obmaryvat
Обмарывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безраздельность στα ελληνικά - εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
  • бюро στα ελληνικά - εξουσία, πρακτορείο, αυθεντία, πισίνα, υπηρεσία, γραφείο, θώκος, ...
  • виноградник στα ελληνικά - αμπέλι, αμπελώνας, αμπελώνα, αμπελουργικού, αμπελώνων
  • громящий στα ελληνικά - fulminatory
Τυχαίες λέξεις
Обмарывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λερωμένος, μαγαρίζω, βρώμικος, obmaryvat