Обнаженный στα ελληνικά
Μετάφραση: обнаженный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυμνός, τσίτσιδος, γυμνό, γυμνή, γυμνού, γυμνά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аннексия στα ελληνικά - προσάρτηση, προσάρτησης, την προσάρτηση, προσάρτησή, η προσάρτηση
- величавый στα ελληνικά - αβρός, σπουδαίος, ψηλός, εύθυμος, λαμπρός, κεφάτος, μεγάλος, ...
- возмужалость στα ελληνικά - ωριμότητα, ανδρισμός, ανδρική ηλικία, ανδρισμό, ανδρισμού, τον ανδρισμό
- жнейка-сноповязалка στα ελληνικά - Θεριστικές
Τυχαίες λέξεις
Обнаженный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυμνός, τσίτσιδος, γυμνό, γυμνή, γυμνού, γυμνά
Μεταφράσεις: γυμνός, τσίτσιδος, γυμνό, γυμνή, γυμνού, γυμνά