Обнаруживать στα ελληνικά

Μετάφραση: обнаруживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμφαίνω, διαφαίνομαι, δηλώνω, αναπτύσσω, βρίσκω, αναπτύσσομαι, εύρημα, ανεύρεση, παρών, δείχνω, εκθέτω, οθόνη, δώρο, αποσπώ, αποκαλύπτω, βγάζω, ανίχνευση, ανιχνεύουν, ανιχνεύσει, ανιχνεύει, εντοπίσει
Обнаруживать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выругать στα ελληνικά - καταριέμαι, μαλώνω, επιπλήξει, επιπλήξτε, επιπλήξει το, κατσαδιάζω
  • далеко στα ελληνικά - μακριά, πολύ μακριά, πιο μακριά, μακρυά, μακρινή
  • девчонка-сорванец στα ελληνικά - αγοροκόριτσο, Tomboy, το Tomboy, του Tomboy, αγριοκόριτσο
  • детородный στα ελληνικά - γεννητικός, γεννητικών, γεννητικών οργάνων, των γεννητικών, των γεννητικών οργάνων
Τυχαίες λέξεις
Обнаруживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμφαίνω, διαφαίνομαι, δηλώνω, αναπτύσσω, βρίσκω, αναπτύσσομαι, εύρημα, ανεύρεση, παρών, δείχνω, εκθέτω, οθόνη, δώρο, αποσπώ, αποκαλύπτω, βγάζω, ανίχνευση, ανιχνεύουν, ανιχνεύσει, ανιχνεύει, εντοπίσει