Обновленный στα ελληνικά

Μετάφραση: обновленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νέος, καινούριος, ενημερώθηκε, ενημερωμένο, ενημερωθεί, ενημερώνεται, ενημερώνονται
Обновленный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • апатия στα ελληνικά - αδιαφορία, απάθεια, απάθειας, η απάθεια, την απάθεια
  • глядеть στα ελληνικά - εμφάνιση, ρολόι, βλέμμα, φαίνομαι, φρουρά, παρακολουθώ, κοιτάζω, ...
  • густой στα ελληνικά - πολυτελής, γενναιόδωρος, κολλητός, πνιγηρός, αρκετός, ανοιχτοχέρης, κοντά, ...
  • диминуэндо στα ελληνικά - diminuendo
Τυχαίες λέξεις
Обновленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νέος, καινούριος, ενημερώθηκε, ενημερωμένο, ενημερωθεί, ενημερώνεται, ενημερώνονται