Λέξη: συλλυπητήρια

Σχετικές λέξεις: συλλυπητήρια

συλλυπητήρια επιστολή υποδειγμα, συλλυπητήρια ευχη, συλλυπητήρια ευχες, συλλυπητήρια επιστολή, συλλυπητήρια στα αγγλικα, συλλυπητήρια μεταφραση, συλλυπητήρια για κηδεια, συλλυπητήρια λογια, συλλυπητήρια μηνυματα, συλλυπητήρια επιστολή δείγμα

Συνώνυμα: συλλυπητήρια

συλλυπητήριο

Μεταφράσεις: συλλυπητήρια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
condolence, condolences, sympathy, condolences to, sympathies
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
condolencia, conmiseración, pésames, de pésames, condolencias, pésame
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beileid, Beileid, Kondolenz, Anteilnahme, Beileids, Kondolenzschreiben
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
condoléance, compassion, condoléances, condoléances a, hommage, de condoléances
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
condoglianza, cordoglio, condoglianze, di condoglianze, di cordoglio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
condolência, pêsames, condolências, condolence, dos pêsames
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rouwbeklag, rouwbeklagruimte, condoleance, medeleven, condoleanceregister
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сочувствие, обезболивание, соболезнование, соболезнования, соболезновании, соболезнований, соболезнованиями
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kondolanse, Condolence, døds, dødsannonser
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kondoleans, beklagande, kondoleanser, condolence
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valittelu, surunvalittelut, lohdutuksen, surunvalittelu, lohduttavista, Surunvalitteluun
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kondolence, medfølelse, kondolencebog, trøstende, kondolencebrev
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
soustrast, kondolenční
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
współczucie, ubolewanie, kondolencje, kondolencyjna, condolence, kondolencji, kondolencyjnej
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
részvétnyilvánítás, részvét, részvétnyilvánítási, részvétnyilvánító, részvétünket
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taziye, başsağlığı, condolence, taziyeye, başağlığı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
знеболювання, уболівання, співчуття
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngushëllim, ngushëllimi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съчувствие, съболезнование, съболезнователни, съболезнователна, съболезнователна телеграма
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спачуванне, спачуванні, спачуваньні, спачуваньне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaastunne, kaastundeavaldus, kaastundeavalduse, kaastundeavalduste, kaastunderaamatud
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sućut, izjava saučešća, kondoliranje, saučešća
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
condolence
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užuojauta, Užuojautą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
līdzjūtība, līdzjūtību
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сочуство, сочувство, со сочуство, жалост, Јакуп
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
condoleanțe, de condoleanțe, condoleante, de condoleante, condoleanțe al
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sožalje izrekamo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sústrasť, úprimnú sústrasť, súcit

Στατιστικά δημοτικότητας: συλλυπητήρια

Τυχαίες λέξεις