Обобщать στα ελληνικά
Μετάφραση: обобщать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαναγκάζω, φτιάχνω, ενοποιώ, κατασκευάζω, κάνω, συνενώνω, γενικεύσουμε, γενικεύουμε, γενικεύσει, γενίκευση, γενικεύσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- барбос στα ελληνικά - φρουρός, φύλακα, φύλακας, φύλαξης, επαγρύπνησης
- бедренный στα ελληνικά - μηριαίου, μηριαία, μηριαίας, μηριαίου οστού, μηριαίο
- дежурство στα ελληνικά - βλέπω, καθήκον, φρουρά, παρακολουθώ, δασμοί, ρολόι, εναλλαγή, ...
- делегирование στα ελληνικά - αντιπροσωπεία, αντιπροσωπείας, αντιπροσωπία, αντιπροσωπεία του, αντιπροσωπεία της
Τυχαίες λέξεις
Обобщать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, φτιάχνω, ενοποιώ, κατασκευάζω, κάνω, συνενώνω, γενικεύσουμε, γενικεύουμε, γενικεύσει, γενίκευση, γενικεύσουν
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, φτιάχνω, ενοποιώ, κατασκευάζω, κάνω, συνενώνω, γενικεύσουμε, γενικεύουμε, γενικεύσει, γενίκευση, γενικεύσουν