Λέξη: ρυμουλκώ
Συνώνυμα: ρυμουλκώ
τραβώ δυνατά, σέρνω, τραβώ
Μεταφράσεις: ρυμουλκώ
ρυμουλκώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tow, tug, haul, kedge
ρυμουλκώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arrastrar, remolcar, remolque, de remolque, estopa, estopas, el remolque
ρυμουλκώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
werg, schleppen, ziehen, Werg, abschleppen, Schlepptau, Abschlepp
ρυμουλκώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
transbahuter, tirage, remorquons, haler, remorquent, remorquez, remorquer, traîner, remorquage, remorque, étoupe, attelage
ρυμουλκώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rimorchio, rimorchiare, trascinare, trainare, stoppa, traino, di traino
ρυμουλκώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rebocar, turista, reboque, estopa, de reboque, tow, tiracolo
ρυμουλκώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slepen, trekken, sleeptouw, sleep, tow
ρυμουλκώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пакля, очес, кудель, бечева, тащить, буксировка, опекать, буксировать, буксир, прицепное, жгут, стекла прицепное
ρυμουλκώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
taue, slepe, slep, stry, tow, slepet
ρυμουλκώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bogsera, blånor, fiberkabel, drag, släptåg
ρυμουλκώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laahata, hinata, kallistusanturilla, takalasinpyyhin, vetokoukku, tow
ρυμουλκώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blår, tow, slæb, trække, slæbe
ρυμουλκώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vléci, koudel, vlek, tažné, vlek v, nachází se
ρυμουλκώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyholować, holownik, holować, pakuły, hol, holowniczy, holowanie, tow
ρυμουλκώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vontatmány, lenkóc, uszály, szösz, kóc, vontatókötél, fonókábel, vontatására, kenderkóc
ρυμουλκώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekmek, kıtık, çekme, yedekte, tow, çeki
ρυμουλκώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відбуксирувати, буксирувати, буксирування, тягти, буксировка
ρυμουλκώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tërheqje, rimorkim, rimorkiator, kavo rimorkimi, makinë e rimorkuar
ρυμουλκώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
теглене, влачене, кълчища, тегли, дреб
ρυμουλκώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
буксіроўка, буксіроўку, буксіроўкі
ρυμουλκώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pukser, takk, vedama, takud, vedada, evakuaatorid, tagaklaasi soojendus, evakuaator
ρυμουλκώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vući, vuča, tegliti, vučni, kudjelja, kučina, vuču
ρυμουλκώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
draga, tog, hampruddi
ρυμουλκώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakulos, tempimo, gniūžtės, vilkimo
ρυμουλκώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pakulas, sakabes, piekabes, atsukas, grīstes
ρυμουλκώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шлеп, забавува, за влечење, влечење, повлечи
ρυμουλκώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
remorca, remorcare, câlți, de remorcare, tractare, de tractare
ρυμουλκώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vléci, vlek, avtovleka, predivo, tow, prameni, vlečna
ρυμουλκώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vlek, kúdeľ
Τυχαίες λέξεις