Оборудование στα ελληνικά
Μετάφραση: оборудование, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοπλισμός, έπιπλα, εργοστάσιο, εγκατάσταση, ευκολία, φυτό, φυτεύω, ευχέρεια, αντιμετωπίζω, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благотворительность στα ελληνικά - ψυχικό, φιλανθρωπία, πρόνοια, καλοσύνη, φιλανθρωπίας, φιλανθρωπικό, φιλανθρωπική, ...
- властность στα ελληνικά - αυταρχικότητα, δεσποτισμός
- вмазывать στα ελληνικά - τσιμέντο, μπετό, λάσπη, vmazyvat
- вымышленный στα ελληνικά - ρομαντικός, μυθιστορηματικός, φανταστικό, πλασματική, πλασματικός, πλασματικό
Τυχαίες λέξεις
Оборудование στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοπλισμός, έπιπλα, εργοστάσιο, εγκατάσταση, ευκολία, φυτό, φυτεύω, ευχέρεια, αντιμετωπίζω, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
Μεταφράσεις: εξοπλισμός, έπιπλα, εργοστάσιο, εγκατάσταση, ευκολία, φυτό, φυτεύω, ευχέρεια, αντιμετωπίζω, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού