Λέξη: γονυπετώ

Μεταφράσεις: γονυπετώ

γονυπετώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
genuflect, kneeling, knees, their knees, on their knees

γονυπετώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arrodillado, arrodillada, arrodillarse, de rodillas, rodillas

γονυπετώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kniend, knie, kniende, knien, knienden

γονυπετώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agenouiller, agenouillement, à genoux, agenouillé, Genoux, A Genoux

γονυπετώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ginocchio, in ginocchio, inginocchiata, inginocchiato, Inginocchiare

γονυπετώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ajoelhada, ajoelhado, ajoelhar, ajoelhamento

γονυπετώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
knieling, knielen, knielende, het knielen, knielend

γονυπετώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
коленях, стоя на коленях, на коленях, опускания пола, опускания

γονυπετώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
knelende, kneeling, kne, kneler, knestående

γονυπετώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knästående, knä, knäböjande, knäböj, knäfalla

γονυπετώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
polvillaan, niiausjärjestelmä, kneeling, polvillesi, polvistumalla

γονυπετώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
knælende, knæliggende, knæle, knælesystem, knælesystemet

γονυπετώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pokleknout, klečící, snížení výšky podlahy, klečí, snížení výšky, kleče

γονυπετώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uklęknąć, klęczący, przyklęku, klęczącej, klęczenie

γονυπετώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
térdelő, térdel, térdeplő, térdelve

γονυπετώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
diz çökmüş, diz çökme, diz, diz çökmüş bir, kneeling

γονυπετώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
колінах, навколішки, навколішках

γονυπετώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjunjëzim

γονυπετώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
на колене, коленичил, накланяне, колене, коленичене

γονυπετώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каленях, каленах, калені

γονυπετώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põlvitama, lömitama, põlvitus, põlveltasendist, kallutussüsteemi, langetusseadmega, kallutussüsteem

γονυπετώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
klečeći, za spuštanje, klečanje, spuštanje, kleči

γονυπετώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
krjúpa, kropið, laut, að krjúpa, krjúpa við

γονυπετώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuleidimo, Klęczący, šaudymo iš alkūnės

γονυπετώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ceļgaliem, nolaišanās, nolaišanas

γονυπετώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
клекнат, клекната, клечење, клекнувајќи, клечеа

γονυπετώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coborâre, de coborâre, genunchi, coborâre a, îngenuncheat

γονυπετώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Klecanje, kleči

γονυπετώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kľačiaci, kľačiacu, kľačiaca, kľačiace
Τυχαίες λέξεις