Обосновывать στα ελληνικά
Μετάφραση: обосновывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρήκα, κυρώνω, γη, τεκμηριώνω, έδαφος, ιδρύω, προσαράσσω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- всплывать στα ελληνικά - αναδύομαι, αύξηση, αυξάνομαι, ανατέλλω, έρχομαι, ορθώνομαι, φλοτέρ, ...
- выступать στα ελληνικά - προβάλλω, αποδίδω, φαίνομαι, διάβημα, εμφανίζομαι, πρόγραμμα, βηματίζω, ...
- геркулес στα ελληνικά - Ηρακλής, Hercules, Ηρακλή, η Hercules, της Hercules
- грохочущий στα ελληνικά - γοργός, κροταλίζων, κροτάλισμα, κροταλίζει, κουδουνίζουν
Τυχαίες λέξεις
Обосновывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρήκα, κυρώνω, γη, τεκμηριώνω, έδαφος, ιδρύω, προσαράσσω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Μεταφράσεις: βρήκα, κυρώνω, γη, τεκμηριώνω, έδαφος, ιδρύω, προσαράσσω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν