Обособление στα ελληνικά
Μετάφραση: обособление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαχωρισμός, αποσκίρτηση, χωρισμός, διακοπή, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беззаботный στα ελληνικά - αδιάφορος, ανέμελος, απερίσκεπτος, ξένοιαστος, ξέγνοιαστος, χαρούμενος, οκνός, ...
- бестолковый στα ελληνικά - λωλός, γελοίος, βραδύς, θυμωμένος, τρελός, πολυδάπανος, άμυαλος, ...
- вульгата στα ελληνικά - βουλγκάτα, Βουλγάτη, Βουλγάτα, Vulgate, βίβλος
- выдрессированный στα ελληνικά - καλά συμπεριφέρθηκε, συμπεριφέρθηκε καλά, Υπάκουοι, καλή συμπεριφορά
Τυχαίες λέξεις
Обособление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαχωρισμός, αποσκίρτηση, χωρισμός, διακοπή, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
Μεταφράσεις: διαχωρισμός, αποσκίρτηση, χωρισμός, διακοπή, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση