Λέξη: αποφασιστικός

Σχετικές λέξεις: αποφασιστικός

αποφασιστικός στα αγγλικα, αποφασιστικός συνώνυμα, αποφασιστικός συνώνυμο

Συνώνυμα: αποφασιστικός

σταυροειδής, καίριος, κρίσιμος, οξύς, αυστηρός, αναμφισβήτητος, αποφασισμένος, ξεκάθαρος, καθοριστικός, κατηγορηματικός, αδίστακτος

Μεταφράσεις: αποφασιστικός

αποφασιστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
decisive, resolute, determined, crucial, deciding

αποφασιστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
decisivo, decisiva, determinante, decisivas, decisivos

αποφασιστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entscheidend, maßgeblich, ausschlaggebend, maßgebend, entscheidende, entscheidenden

αποφασιστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
résolu, décidé, péremptoire, décisif, affirmatif, ferme, tranchant, délibéré, décisive, déterminant, déterminante, décisives

αποφασιστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
decisivo, decisiva, determinante, deciso, decisivi

αποφασιστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
decisivo, decisiva, determinante, decisivas, decisivos

αποφασιστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cruciaal, finaal, beslissend, beslissende, doorslaggevend, doorslaggevende, bepalend

αποφασιστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
убедительный, определенный, критический, решающий, решительный, решающим, решающее, решающую, решающей

αποφασιστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avgjørende, bestemmende, avgjørende for, helt avgjørende, utslagsgivende

αποφασιστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avgörande, beslut, bestämmande, ett avgörande, av avgörande

αποφασιστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kriittinen, päättäväinen, kiistaton, ratkaiseva, ratkaisevaa, ratkaisevan, ratkaisevia, ratkaisevasti

αποφασιστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afgørende, afgoerende, bestemmende, en afgørende

αποφασιστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozhodující, energický, směrodatný, rázný, rozhodný, rozhodujícím, určující, rozhodné

αποφασιστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przełomowy, decydujący, stanowczy, rozstrzygający, decydujące, decydującym, decydujące znaczenie

αποφασιστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meghatározó, döntő, határozott, döntı

αποφασιστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesin, belirleyici, kararlı, kararlı bir, kesin bir

αποφασιστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вирішальний, рішучий, переконливий, вирішує, вирішального, що вирішує

αποφασιστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vendimtar, vendimtare, përcaktuese, përcaktues, i vendosur

αποφασιστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
решителен, решаващ, решаващо, решаваща, решителни

αποφασιστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вырашальны, рашаючы, вырашае, рашучы

αποφασιστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
määrav, otsustav, otsustava, otsustavat, otsustavaks

αποφασιστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odlučan, odlučujući, presudan, odlučujuće, odlučujuća

αποφασιστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afgerandi, úrslitum, ræður, sköpum, ráðið úrslitum

αποφασιστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lemiamas, lemiamą, lemiama, lemiamos, lemiami

αποφασιστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izšķirošs, izšķiroša, noteicošais, izšķirošais, izšķiroši

αποφασιστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одлучувачки, одлучувачка, решавачки, одлучувачко, решавачка

αποφασιστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
decisiv, decisivă, decisive, determinant, determinantă

αποφασιστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odločilni, odločilno, odločilna, odločilen, odločilnega

αποφασιστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozhodný, rozhodujúci, rozhodujúce, rozhodujúcu, rozhodujúca, rozhodujúcim
Τυχαίες λέξεις