Обрекать στα ελληνικά
Μετάφραση: обрекать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ειμαρμένη, καταδικάζω, χαμός, μοίρα, doom, μοίρας, καταστροφής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безумный στα ελληνικά - κουζουλός, τρελούτσικος, ανόητος, άρρωστος, μανιακός, τρελός, έξαλλος, ...
- биотоки στα ελληνικά - πιθανότητα, ενδεχόμενος, τάση, biotoki
- болото στα ελληνικά - μαζεύω, χερσότοπος, προσδένω, κεσάτι, βρύο, βάλτος, πλύνω, ...
- бряцание στα ελληνικά - τραντάζω, κλαγγή, κουδουνίζω, κροταλίζω, χτύπος, χτυπώ, Clank, ...
Τυχαίες λέξεις
Обрекать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ειμαρμένη, καταδικάζω, χαμός, μοίρα, doom, μοίρας, καταστροφής
Μεταφράσεις: ειμαρμένη, καταδικάζω, χαμός, μοίρα, doom, μοίρας, καταστροφής