Λέξη: διαστέλλω
Συνώνυμα: διαστέλλω
εξαπλώνω, εξαπλώνομαι
Μεταφράσεις: διαστέλλω
διαστέλλω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
expand, dilate
διαστέλλω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espaciar, desarrollar, extender, dilatar, dilatarse, dilatan, dilatar los, dilate
διαστέλλω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erweitern, dehnen, dilatieren, erweitern sich, weiten sich
διαστέλλω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
augmenter, élargir, aggraver, s'étendre, propager, amplifier, accroître, déployer, développer, répandre, dilater, épanouir, dérouler, étendre, déplier, agrandir, se dilater, dilatent, dilater les, dilatation
διαστέλλω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ampliare, dilatare, dilatarsi, dilatano, dilatare i, dilatazione
διαστέλλω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
expandir, abrir, saída, dilatar, dilatam, se dilatam, dilate, dilatar os
διαστέλλω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwijden, uitzetten, dilateren, dilate, verwijden de
διαστέλλω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
развивать, распространяться, распространять, раскидывать, расширяться, распространить, расширить, растягивать, расширять, расцветать, бухнуть, расправлять, разбухнуть, разрастаться, расширяются, расширяют
διαστέλλω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utvide, Utvid, dilate, strekke, utvider
διαστέλλω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utvidga, dilatera, dilate, vidga, vidgas
διαστέλλω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paisuttaa, täsmentää, laventaa, laajeta, laajentaa, dilate, laajentavat, laajenevat
διαστέλλω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spile, udvide, dilatere, udvide sig, spile op
διαστέλλω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zvětšit, rozložit, rozkládat, rozpínat, rozbalit, rozšířit, rozvinout, šířit, rozšířit se, dilatovat, rozšíří, dilataci, dilatace
διαστέλλω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozbudować, rozepchać, poszerzyć, rozszerzać, roztłaczać, rozwijać, rozprzestrzeniać, rozeprzeć, powiększać, poszerzać, pęcznieć, rozpęczać, rozszerzać się, rozszerzają, rozszerzają się, dilate
διαστέλλω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tágul, kitágulnak, tágítják, kitágulnak a
διαστέλλω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
genişletmek, genişlemek, dilate, genişler, dilate eden
διαστέλλω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розвивати, ширити, розкидати, розтягати, поширюватися, розповсюджуватися, поширюватиметься, розповсюджуватиметься, поширюватись
διαστέλλω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zgjerohet, të zgjerohet, përhap, zgjeroj, të përhap
διαστέλλω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разширявам, разпростирам се, разширяват, се разширяват, разширят
διαστέλλω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
распаўсюджвацца, пашырацца
διαστέλλω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laiendama, paisuma, laienema, laienevad, dilatatsiooni, laiendage
διαστέλλω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
raširiti, proširivati, ekspandirati, širiti, razgranati, naduti, širenje, rastezati, proširiti, rastegnuti, šire, se rastegnuti
διαστέλλω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
víkka, dilate
διαστέλλω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išplėsti, išsiplėsti, išsiplečia, plėstis, dilate
διαστέλλω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izplesties, dilatāciju, izplešanos, izplest
διαστέλλω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се шират, ги прошируваат, шират, дилатира, да се шират
διαστέλλω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dilata, dilate, dilatarea, se dilata, se dilate
διαστέλλω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Rastegnuti, širijo, dilate, razširiti krvnih, razširjevanje
διαστέλλω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozšíriť, rozšírenie, rozšírenia