Обременительный στα ελληνικά

Μετάφραση: обременительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαρύς, επαχθής, δυσκίνητος, δυσκίνητη, δυσκίνητες, επαχθείς
Обременительный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • баклуши στα ελληνικά - βλάκας, χαζός, κοροϊδεύω, αντίχειρες, μπράβο, τους αντίχειρες, αντίχειρές, ...
  • бинарный στα ελληνικά - δυαδικός, δυαδικό, δυαδική, δυαδικά, δυαδικών, δυαδικές
  • деревня στα ελληνικά - εξοχή, χωριό, πατρίδα, οικισμός, χώρα, χωριού, village, ...
  • довольный στα ελληνικά - βολικός, ευχαριστημένος, χαρούμενος, ικανοποιημένο, άνετος, ευτυχισμένος, ικανοποιημένος, ...
Τυχαίες λέξεις
Обременительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαρύς, επαχθής, δυσκίνητος, δυσκίνητη, δυσκίνητες, επαχθείς