Обрызгивать στα ελληνικά
Μετάφραση: обрызгивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλατσουρίζω, ψεκάζω, πιτσιλίζω, πιτσιλάω, perfuse, αιματώνουν, διαχέει, διαποτίζουν, διαχυθεί
Μεταφράσεις
- бензоколонка στα ελληνικά - σταθμός, βενζινάδικο, πρατήριο καυσίμων, πρατήριο, πρατήριο βενζίνης, βενζινάδικα
- бурность στα ελληνικά - τραχύτητα, ταραχή, αναταραχή, αναταράξεις, αναταραχής, στροβιλισμού
- входить στα ελληνικά - έρχομαι, διαπερνώ, εισέρχομαι, μπαίνω, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, ...
- голубить στα ελληνικά - θωπεύω, χάδι, χάδια, τα χάδια, χαϊδεύει, το χάδι
Τυχαίες λέξεις
Обрызгивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλατσουρίζω, ψεκάζω, πιτσιλίζω, πιτσιλάω, perfuse, αιματώνουν, διαχέει, διαποτίζουν, διαχυθεί
Μεταφράσεις: πλατσουρίζω, ψεκάζω, πιτσιλίζω, πιτσιλάω, perfuse, αιματώνουν, διαχέει, διαποτίζουν, διαχυθεί