Λέξη: λαιμός

Σχετικές λέξεις: λαιμός

λαιμός εφοπλιστής κορη, λαιμός σέλας, λαιμός χοιρινός, λαιμός τιμονιού ρυθμιζόμενος, λαιμός εφοπλιστής wikipedia, λαιμός ανατομία, λαιμός βουλιαγμένης, λαιμός εφοπλιστής wiki, λαιμός εφοπλιστής, λαιμός ποδηλάτου

Συνώνυμα: λαιμός

στόμα, αυχήν, τράχηλος, σβέρκος, αυχένας, φαράγγι, χαράδρα, άσαρκο κόκκαλο, ισχνό άτομο, ισχνό ζώο, λάρυγξ, περιλαίμιο, τραχηλιά

Μεταφράσεις: λαιμός

λαιμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
neck, throat, neck of, neck is

λαιμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pescuezo, cuello, istmo, garganta, faringe, la garganta, de garganta, de la garganta

λαιμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zapfen, rachen, ausschnitt, ventilbohrungskehle, gurgel, hals, ventilkehle, kehle, Rachen, Kehle, Hals, Schmerzen

λαιμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gorge, nuque, goulot, collet, encolure, avaloire, gosier, cou, col, kiki, étranglement, la gorge, de gorge, de la gorge

λαιμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
collottola, collo, gola, colletto, di gola, della gola, la gola, alla gola

λαιμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
garganta, necessidade, electrizar, pescoço, da garganta, na garganta, a garganta

λαιμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
keel, keelgat, nek, strot, hals, de keel, throat

λαιμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ник, зев, глотка, шея, горловина, горлышко, суживаться, ножка, удушить, нэк, гортань, перешеек, горло, гриф, шейка, горле, горла, в горле

λαιμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
strupe, svelg, hals, halsen, strupen, i halsen

λαιμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hals, svalg, halsen, i halsen

λαιμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nielu, uurros, kurkku, kaula, kurkun, kurkussa, nielun, kurkkuun

λαιμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hals, halsen, i halsen, svælg, svælget

λαιμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výstřih, chřtán, hrtan, hrdlo, šíje, krk, límec, vaz, krku, v krku, hrdla

λαιμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kark, karczek, szyja, gryf, migdalić, gardziel, przełyk, cieśnina, przesmyk, pieścić, kołnierz, karkówka, gardło, szyjka, gardła, gardle

λαιμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
torok, ingnyak, torkát, a torok, torokban, torkán

λαιμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gırtlak, boyun, boğaz, ağrısı, boğazı, boğazda

λαιμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шийка, шия, ніжка, гортань, горлечко, задушити, горло, горлянку

λαιμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qafë, fyt, grykë, qafa, fytin, dhimbje të, fytit, fyti

λαιμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шия, врат, гърло, деколте, гърлото, в гърлото, на гърлото

λαιμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шыя, горла, горле, горло

λαιμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõri, kael, maasäär, kurk, kurgu, kurgus, kurku

λαιμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lijevak, prolaz, grlo, vrat, grkljan, otvor, grla, grlu, ždrijela, i ždrijela

λαιμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
háls, hálsi, í hálsi, koki

λαιμός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
collum, cervix, gutter

λαιμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gerklė, sprandas, kaklas, gerklės, skausmas, gerklę, ryklės

λαιμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rīkle, kakls, rīkles, kakla, rīkles pietūkums

λαιμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
голтник, грло, грлото, во грлото, на грлото, врат

λαιμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gât, grumaz, gâtului, gat, în gât, gâtul

λαιμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
grlo, je, vrat, grla, žrelo, žrela, grlu

λαιμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
je, hrdlo, krk, šija, hrtan, hrdla, vsuvka, nátrubok

Στατιστικά δημοτικότητας: λαιμός

Τυχαίες λέξεις