Обувка στα ελληνικά
Μετάφραση: обувка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παπούτσια, υποδήματα, υπόδηση, είδη υπόδησης, υποδημάτων, υπόδησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адвербиальный στα ελληνικά - επιρρηματικός, επιρρηματικές, επιρρηματικό, επιρρηματικών, επιρρηματικοί
- вить στα ελληνικά - ξαπλώνω, στροφή, μπόι, κοσμικός, υφαίνω, στρώνω, πλοκή, ...
- всевластный στα ελληνικά - παντοδύναμος, παντοδύναμο, παντοδύναμη, πανίσχυρο, παντοδύναμης
- диван-кровать στα ελληνικά - καναπέ-κρεβάτι, καναπέ, καναπέ που γίνεται κρεβάτι
Τυχαίες λέξεις
Обувка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παπούτσια, υποδήματα, υπόδηση, είδη υπόδησης, υποδημάτων, υπόδησης
Μεταφράσεις: παπούτσια, υποδήματα, υπόδηση, είδη υπόδησης, υποδημάτων, υπόδησης