Обусловить στα ελληνικά

Μετάφραση: обусловить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκαλώ, σκοπός, μπλέκω, εμπλέκω, προξενώ, κατάσταση, συμφωνώ, διαπραγματεύομαι, εμπλέκομαι, αιτία, περιλαμβάνω, πάθηση, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Обусловить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • варваризм στα ελληνικά - βαρβαρισμός, βαρβαρότητα, βαρβαρότητας, τη βαρβαρότητα, η βαρβαρότητα
  • величественный στα ελληνικά - σεπτός, λαμπρός, άξιος, αύγουστος., στερεός, επιβλητικός, απαίσιος, ...
  • викинг στα ελληνικά - βίκιγκ, Βίκινγκ, Viking, των Βίκινγκ, πειρατής του βορρά
  • гравер στα ελληνικά - χαράκτης, χαράκτη, engraver, χαράκτριας, χαράκτρια
Τυχαίες λέξεις
Обусловить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκαλώ, σκοπός, μπλέκω, εμπλέκω, προξενώ, κατάσταση, συμφωνώ, διαπραγματεύομαι, εμπλέκομαι, αιτία, περιλαμβάνω, πάθηση, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί