Объединять στα ελληνικά
Μετάφραση: объединять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδέω, συνδυάζω, συνενώνω, θρέφω, συσσωματώνω, ενσαρκώνω, εκφράζω, εδραιώνω, πλέκω, σύμμαχος, ζαρώνω, ενσωματώνω, ενώνω, ενοποιώ, παραβάλλω, εμπεδώνω, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возвещать στα ελληνικά - ευαγγελίζομαι, ανακοινώνω, διαλαλώ, καταδεικνύω, προκηρύσσω, κήρηξ, κηρύσσω, ...
- выбрасываться στα ελληνικά - πέταγμα, ρίχνω, πετώ, ρίχνονται, ρίχνεται, ρίξει, πέταξαν, ...
- вычерчивать στα ελληνικά - συνωμοτώ, ανακαλύπτω, ανιχνεύω, ζωγραφίζω, επισύρω, πλοκή, υπόλειμμα, ...
- гальюн στα ελληνικά - αποχωρητήριο στρατού, αποχωρητήριο, αποχωρητηρίου, αποχωρητήρια, αποχωρητηρίων
Τυχαίες λέξεις
Объединять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδέω, συνδυάζω, συνενώνω, θρέφω, συσσωματώνω, ενσαρκώνω, εκφράζω, εδραιώνω, πλέκω, σύμμαχος, ζαρώνω, ενσωματώνω, ενώνω, ενοποιώ, παραβάλλω, εμπεδώνω, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει
Μεταφράσεις: συνδέω, συνδυάζω, συνενώνω, θρέφω, συσσωματώνω, ενσαρκώνω, εκφράζω, εδραιώνω, πλέκω, σύμμαχος, ζαρώνω, ενσωματώνω, ενώνω, ενοποιώ, παραβάλλω, εμπεδώνω, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει