Обязательный στα ελληνικά
Μετάφραση: обязательный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δέσιμο, επιτακτικός, ουσιώδης, παθολογικός, δεμένος, υποχρεωτικός, δεσμευτικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автоматика στα ελληνικά - αυτοματοποίηση, Αυτοματισμός, αυτομάτων, automatics, Αυτοματισμός για, Αυτοματισμός για το
- выкрадывать στα ελληνικά - κλέβω, βουτώ, κλοπή, κλέψει, κλέψουν, κλέβουν
- гарнитура στα ελληνικά - καθορισμένος, τοποθετώ, Ακουστικά, Ακουστικό, Headset, ακουστικού
- гноение στα ελληνικά - διαπύηση, διαπύησης, suppuration, έμπυο, πύωση
Τυχαίες λέξεις
Обязательный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δέσιμο, επιτακτικός, ουσιώδης, παθολογικός, δεμένος, υποχρεωτικός, δεσμευτικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής
Μεταφράσεις: δέσιμο, επιτακτικός, ουσιώδης, παθολογικός, δεμένος, υποχρεωτικός, δεσμευτικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής