Λέξη: μαθητεία

Σχετικές λέξεις: μαθητεία

μαθητεία γερμανία, μαθητεία στα επαλ, μαθητεία ορισμός, μαθητεία eurobank, μαθητεία φοιτητών, μαθητεία επαλ, μαθητεία... κέντρο ειδικών θεραπειών, μαθητεία οαεδ, μαθητεία στην προσευχή, μαθητεία 2013

Συνώνυμα: μαθητεία

δοκιμή

Μεταφράσεις: μαθητεία

μαθητεία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
apprenticeship, apprenticeships, learning, an apprenticeship, apprenticeship training

μαθητεία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aprendizaje, de aprendizaje, el aprendizaje, aprendiz, aprendices

μαθητεία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lehrstelle, lehre, lehrzeit, lehrverhältnis, Lehre, Lehrzeit, Ausbildung, Lehr, Lehrlings

μαθητεία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
doctrine, apprentissage, l'apprentissage, d'apprentissage, apprenti

μαθητεία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tirocinio, apprendistato, di apprendistato, l'apprendistato, dell'apprendistato

μαθητεία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aprendizagem, aprendizado, de aprendizagem, estágio, a aprendizagem

μαθητεία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
assistentschap, leer, leertijd, leerlingwezen, het leerlingwezen, stage, leerlingstelsel

μαθητεία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
учеба, ученичество, учение, учёба, обучение, ученичества, Обучение, Профессиональное образование, стажировка

μαθητεία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
læretid, læreplass, lærlinge, lærling, lære

μαθητεία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lärlings, lärlingsutbildning, läroavtals, lärlingstid, lärlingsplats

μαθητεία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oppisopimuskoulutus, oppiaika, oppisopimuskoulutuksen, oppisopimuskoulutusta, oppisopimuskoulutukseen

μαθητεία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lærlingeuddannelse, læreplads, læretid, mesterlære, lærling

μαθητεία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
učení, učňovství, vyučení, učňovské, učňovského, učební obor

μαθητεία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aplikacja, aplikantura, staż, terminowanie, praktyka, praktyk zawodowych, nauki zawodu, praktykach

μαθητεία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tanoncság, gyakornoki, szakmai, szakmai gyakorlatot, szakmai képzést, szakmai képzés

μαθητεία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çıraklık, staj, çıraklık eğitimi, çıraklık eğitim

μαθητεία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
навчання, учнівство, вчення, учнівства

μαθητεία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stazh pune si nxënës, mësim, praktikantit, e praktikantit, mësim i

μαθητεία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чиракуване, стаж, чиракуването, стажуване, за чиракуване

μαθητεία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вучнёўства

μαθητεία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
praktikavõimalust, praktikakohta, õpipoisi, töö käigus toimuvat, praktikasüsteemi

μαθητεία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nauka, šegrtovanje, učenje, naukovanje, naukovanja, zanat, vježbenički

μαθητεία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
námssamningi, nám, uppfræðsla

μαθητεία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mokymasis, pameistrystės, amato, pameistrystė, gamybinės praktikos

μαθητεία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mācekļa gadi, mācekļa, māceklības, mācekļu, mācekļa prakses

μαθητεία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
школување, стажирање, приправничкиот стаж, стаж, приправнички стаж

μαθητεία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ucenicie, de ucenicie, ucenicia, uceniciei, ucenici

μαθητεία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
učení, vajeništvo, vajeništva, vajeništvom, vajenskem, vajeniśtvo

μαθητεία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
učení, učenie, vzdelávania, učenia, vzdelávanie
Τυχαίες λέξεις