Обязывающий στα ελληνικά
Μετάφραση: обязывающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δέσιμο, δεσμευτικός, υποχρεωτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς
Μεταφράσεις
- биссектриса στα ελληνικά - διαχωριστική γραμμή, διχοτόμος, διαχωριστική, διχοτόμο, bisector
- бычий στα ελληνικά - βοοειδών, των βοοειδών, βοοειδή, βόεια, βόειου
- десятиборец στα ελληνικά - δεκαθλητής
- дешёвка στα ελληνικά - παζαρεύω, αγοράζω, το φθηνό, η φθηνή, τα φθηνά, τη φτηνή
Τυχαίες λέξεις
Обязывающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δέσιμο, δεσμευτικός, υποχρεωτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς
Μεταφράσεις: δέσιμο, δεσμευτικός, υποχρεωτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς