Огниво στα ελληνικά
Μετάφραση: огниво, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πετροβολώ, πέτρα, λιθοβολώ, χάλυβας, ατσάλι, ατσαλένιος, πυρόλιθος, πυρόλιθο, πυριτόλιθο, υαλώδους μορφής, πυριτόλιθου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- биться στα ελληνικά - μάχομαι, διαταράσσω, δέρνω, χτυπώ, μάντρα, νικώ, λίμπρα, ...
- вылуживать στα ελληνικά - κονσέρβα, κασσίτερος, vyluzhivat
- доение στα ελληνικά - άρμεγμα, αρμέγματος, άμελξη, την άμελξη, το άρμεγμα
- дребезжать στα ελληνικά - τρίζω, φλυαρώ, βαζάκι, κουδουνίζω, κροταλίζω, τραντάζω, κουδουνίστρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Огниво στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πετροβολώ, πέτρα, λιθοβολώ, χάλυβας, ατσάλι, ατσαλένιος, πυρόλιθος, πυρόλιθο, πυριτόλιθο, υαλώδους μορφής, πυριτόλιθου
Μεταφράσεις: πετροβολώ, πέτρα, λιθοβολώ, χάλυβας, ατσάλι, ατσαλένιος, πυρόλιθος, πυρόλιθο, πυριτόλιθο, υαλώδους μορφής, πυριτόλιθου