Ατσαλένιος στα ρωσικά

Μετάφραση: ατσαλένιος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
точилка, стальной, сталь, огниво, булатный, закалять, шпага, оружие, арматура, точило, меч, стальной)
Ατσαλένιος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατσαλένιος

πο ατσαλένιος, ατσαλένιος - τράχωνες, ατσαλένιος αετός, ατσαλένιος λεξικό γλώσσας ρωσικά, ατσαλένιος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ατροφία στα ρωσικά - истощение, изнурять, притупление, ослабление, атрофироваться, переутомлять, атрофия, ...
  • ατσάλι στα ρωσικά - стальной), оружие, закалять, точило, шпага, сталь, булатный, ...
  • ατυχής στα ρωσικά - досадный, прискорбный, несчастный, жаль, сожаление, неудачно
  • ατυχία στα ρωσικά - страдание, горе, недомогание, печалить, взволновать, огорчение, сокрушение, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατσαλένιος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: точилка, стальной, сталь, огниво, булатный, закалять, шпага, оружие, арматура, точило, меч, стальной)