Огорошить στα ελληνικά
Μετάφραση: огорошить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζαλίζω, σοκ, κραδασμός, κρούση, συντρίβω, αποστομώσουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вначале στα ελληνικά - πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
- выплавить στα ελληνικά - αθερίνα, μύριζε, τήγματος, μυρίσει, smelt
- деистический στα ελληνικά - Θεϊστές, δυιστική
- диоптрия στα ελληνικά - διόπτρα, διόπτρας, διοπτρίας, διοπτριών, διοπτρία
Τυχαίες λέξεις
Огорошить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζαλίζω, σοκ, κραδασμός, κρούση, συντρίβω, αποστομώσουμε
Μεταφράσεις: ζαλίζω, σοκ, κραδασμός, κρούση, συντρίβω, αποστομώσουμε