Λέξη: ετήσιος
Σχετικές λέξεις: ετήσιος
ετήσιος πληθωρισμός 2011, ετήσιος χρόνος απασχόλησης τεχνικού ασφάλειας και ιατρού εργασίας, ετήσιος πληθωρισμός 2013, ετήσιος προγραμματισμός νηπιαγωγείου, ετήσιος πληθωρισμός 2012, ετήσιοσ κυλιόμενοσ πίνακασ κατάταξησ ανέργων, ετήσιος πληθωρισμός, ετήσιος κυλιόμενος πίνακας κατάταξης ανέργων του ο.α.ε.δ, ετήσιος προγραμματισμός φυσικής αγωγής, ετήσιος προγραμματισμός σχολικής μονάδας
Μεταφράσεις: ετήσιος
ετήσιος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
annual, yearly, an annual
ετήσιος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anual, anualmente, anual de, anuales, anual del
ετήσιος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
almanach, jährlich, jahrbuch, alljährlich, Jahres, jährlichen, jährliche, Geschäfts
ετήσιος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
annal, annuaire, annuel, almanach, anniversaire, annuelle, annuels, annuelles, annuel de
ετήσιος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
annuo, annuale, annua, annuali, annuale di
ετήσιος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anual, anuário, anuais, anual de, anualmente, homóloga
ετήσιος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jaarboek, jaarlijks, jaar-, jaarlijkse, de jaarlijkse, jaar
ετήσιος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
летник, ежегодный, однолетний, погодный, ежегодник, годичный, годовой, годовая, ежегодная, ежегодное
ετήσιος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
årlig, årlige, en årlig, ordinære, ordinær
ετήσιος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
årligen, årlig, annuitet, årliga, årligt, år
ετήσιος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vuosittainen, vuotuinen, vuosittain, vuosittaisen, vuotuisen
ετήσιος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
årlig, årlige, årligt, den årlige, aarlige
ετήσιος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výroční, každoroční, jednoletý, roční, meziroční, ročního
ετήσιος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
coroczny, rocznie, doroczny, roczny, roczna, roczne
ετήσιος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
évi, éves, évente, az éves, évenkénti
ετήσιος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yıllık, yıl, faaliyet, yılda
ετήσιος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щорічний, річної, річний, річною, річного, річній
ετήσιος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vjetor, vjetore, vjetore e, vjetor i, vjetor të
ετήσιος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
годишен, годишна, годишния, годишната, годишно
ετήσιος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гадавы, гадавой
ετήσιος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aastaraamat, iga-aastane, aastane, aastase
ετήσιος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
godišnjak, jednogodišnji, godišnjom, godišnjim, godišnji, godišnja, godišnje, godišnjeg, godišnju
ετήσιος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
árlega, árleg, árlegt, árlegur, árlegu
ετήσιος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
metinis, metinė, metinės, metinę, metinį
ετήσιος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gadagrāmata, gada, ikgadējā, ikgadējais, gadā, ikgadējo
ετήσιος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
годишниот, годишен, годишни, годишна, годишно
ετήσιος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
anual, anuală, anuale, anual de, anuala
ετήσιος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
roční, obrat, letni, letna, letno, letne, letnega
ετήσιος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výročné, každoroční, výroční, ročenka, roční, obrat, ročné, ročná, ročný, ročnej, ročnú
Τυχαίες λέξεις