Ограниченность στα ελληνικά

Μετάφραση: ограниченность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορισμός, περιστολή, μετριότητα, ανεπάρκεια, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
Ограниченность στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • величественный στα ελληνικά - σεπτός, λαμπρός, άξιος, αύγουστος., στερεός, επιβλητικός, απαίσιος, ...
  • гулящий στα ελληνικά - αδράνεια, ρελαντί, αδράνειας, σε αδράνεια, αδρανής
  • диспропорциональность στα ελληνικά - δυσαναλογία, δυσαναλογίας, δυσαναλογία αυτή, δυσανάλογων, η δυσαναλογία
  • доверяться στα ελληνικά - εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης
Τυχαίες λέξεις
Ограниченность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορισμός, περιστολή, μετριότητα, ανεπάρκεια, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της