Λέξη: ορειβάτης

Σχετικές λέξεις: ορειβάτης

ορειβάτης του δρόμου, ορειβάτης γιάννενα, ορειβάτησ ιωάννινα, ορειβάτησ στα πιέρια, ορειβάτης στα γιάννενα, ορειβάτησ όλυμποσ, ορειβάτης αγνοείται, ορειβάτης πιέρια, ορειβάτησ πάπιγκο, ορειβάτησ για κλάματα

Συνώνυμα: ορειβάτης

αναρριχητής, αναρριχητικό φυτό, αρριβίστας, κάτοικος των όρεων

Μεταφράσεις: ορειβάτης

ορειβάτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mountaineer, climber, a climber, trekker

ορειβάτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
montañés, alpinista, montañero, Mountaineer, montañista

ορειβάτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlingpflanze, bergsteiger, bergsteigerin, bergbewohner, kletterpflanze, Bergsteiger, Bergsteigers, mountaineer

ορειβάτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ascensionniste, alpiniste, montagnard, Mountaineer, l'alpiniste, alpinistes

ορειβάτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alpinista, montanaro, mountaineer, scalatore, l'alpinista

ορειβάτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alpinista, montanhista, Mountaineer, montanhês, do alpinista

ορειβάτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
alpinist, bergbeklimmer, Mountaineer, Bergbeklimmer het, de bergbeklimmer

ορειβάτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
честолюбец, альпинист, карьерист, горец, альпинистка, Mountaineer, альпинистом, горца

ορειβάτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fjellklatrer, Mountaineer, fjellklatreren, klatreren

ορειβάτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bergsbestigare, Mountaineer, bergsklättrare, bergsbestigaren, bergsbo

ορειβάτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiipijä, jääpiikki, kapuaja, köynnöskasvi, vuorikiipeilijä, köynnös, Mountaineer, vuoristokiipeilijä, vuoristolainen, vuorikiipeily

ορειβάτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bjergbestiger, Mountaineer, bjergbestigeren, af Mountaineer

ορειβάτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
horal, horolezkyně, horolezec, horolezcem, horolezce

ορειβάτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wspinacz, góral, taternik, pnącze, alpinista, Mountaineer

ορειβάτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hegylakó, kúszó, hegymászó, alpinista, mountaineer

ορειβάτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dağcı, Mountaineer, bir dağcı, dağcı da, The Mountaineer

ορειβάτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
множина, множину, гірський, купа, честолюбець, безліч, кар'єрист, альпініст, альпинист

ορειβάτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
malësor, alpinist, alpinisti, alpinisti i, malokë

ορειβάτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
алпинист, планинар, алпинисти в, алпиниста

ορειβάτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
альпініст

ορειβάτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pürgija, mägironija, ronija, Mountaineer, Alpinisti, Hotellid Mountaineer, mägironijal

ορειβάτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brđanin, alpinista, planinar, planinara, gorštak

ορειβάτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Mountaineer

ορειβάτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
alpinistas, mountaineer, kalnietis, Auginti alpinizm, Alpinista

ορειβάτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
alpīnists, kalnietis, Mountaineer

ορειβάτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
планинар, алпинист, алпинистот, планинарот, планинарското

ορειβάτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alpinist, mountaineer, alpinistul, alpinist remarcabil, alpinista

ορειβάτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
planinec, alpinist, gornik, alpinista, hribovec

ορειβάτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
horolezec, horolezkyne
Τυχαίες λέξεις