Одевать στα ελληνικά

Μετάφραση: одевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενδύω, ντύνω, ντύνομαι, φόρεμα, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Одевать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • благословляющий στα ελληνικά - ευλογίας
  • бормотание στα ελληνικά - ψιττακίζω, μουρμουρίζω, φλυαρώ, ασυναρτησίες, κελαρύζω
  • воскресенье στα ελληνικά - ξεκουράζομαι, ησυχασμός, υπόλοιπος, Κυριακή, Κυριακής, της Κυριακής, την Κυριακή
  • выдуманный στα ελληνικά - μυθιστορηματικός, φανταστικό, πλασματική, πλασματικός, πλασματικό
Τυχαίες λέξεις
Одевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενδύω, ντύνω, ντύνομαι, φόρεμα, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν