Λέξη: τεχνική

Σχετικές λέξεις: τεχνική

τεχνική ολυμπιακή, τεχνική ντεκουπάζ, τεχνική alexander, τεχνική υποστήριξη οτε, τεχνική στήριξη, τεχνική εκπαιδευτική, τεχνική εκπαίδευση, τεχνική προστασίας περιβάλλοντος αε, τεχνική ανάλυση, τεχνική κολύμβηση, τεχνική υποστήριξη, τεχνική έκθεση, τεχνική εταιρεία

Μεταφράσεις: τεχνική

τεχνική στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
technique, technical, art, the art, technically

τεχνική στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
técnica, técnica de, la técnica, técnicas, la técnica de

τεχνική στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tüchtigkeit, verfahren, methode, technik, technisch, Technik, Verfahren

τεχνική στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
méthode, capacité, technique, habileté, procédé, adresse, la technique, technique de, techniques

τεχνική στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tecnica, tecnica di, la tecnica, tecniche, tecnica del

τεχνική στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
técnica, técnico, técnica de, técnicas, a técnica

τεχνική στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bekwaamheid, techniek, techniek die, technieken, methode

τεχνική στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
технология, методика, способ, метод, техника, умение

τεχνική στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
teknikk, teknikken, teknikk for

τεχνική στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
teknik, tekniken, teknik som

τεχνική στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tekotapa, tekniikka, tekniikkaa, tekniikan, tekniikalla

τεχνική στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
teknik, teknikken, metode

τεχνική στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
postup, zručnost, technika, metoda, techniky, techniku, technikou

τεχνική στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
technika, technologia, umiejętność, metoda, techniki, techniką, technikę

τεχνική στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
technika, technikát, technikával, módszer, a technika

τεχνική στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
teknik, tekniği, tekniktir, bir teknik

τεχνική στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спосіб, засіб, методика, техніка, метод, обладнання, устаткування

τεχνική στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
teknikë, Teknika, teknikë e, teknikë të, teknika e

τεχνική στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
техника, техниката, техниката на, техника на

τεχνική στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тэхніка

τεχνική στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tehnika, töötamisviis, tehnikat, meetod, meetodit, meetodi

τεχνική στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tehnika, metoda, tehnike, tehniku, tehnikom, tehnici

τεχνική στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tækni, aðferð, tækni sem, knatttækni

τεχνική στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
technika, būdas, metodas, techniką, metodika

τεχνική στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tehnika, paņēmiens, metode, tehniku

τεχνική στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
техника, техниката, техника на, техника за, техники

τεχνική στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tehnică, tehnica, tehnica de, tehnici, tehnică de

τεχνική στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tehnika, tehniko, tehnike, metoda

τεχνική στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
technika, stroje

Στατιστικά δημοτικότητας: τεχνική

Τυχαίες λέξεις