Один στα ελληνικά

Μετάφραση: один, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένας, μία, ένα, μια, ενός
Один στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • банкир στα ελληνικά - τραπεζίτης, τραπεζίτη, τράπεζα, τραπεζικής, τράπεζας
  • веха στα ελληνικά - σημειώνω, σημαίνω, κούρνια, πάσσαλος, βαθμός, σημαδούρα, ορόσημο, ...
  • врезка στα ελληνικά - incut
  • дискурсивный στα ελληνικά - ασυνάρτητος, παρεκβατικός, παρεκβατική, παρεκβατικό, λόγου
Τυχαίες λέξεις
Один στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένας, μία, ένα, μια, ενός