Λέξη: σπίρτο

Σχετικές λέξεις: σπίρτο

σπίρτο αναμμένο, σπίρτο εξάρχεια, σπίρτο η αταξία ενός σκούφου, σπίρτο θεσσαλονίκη, σπίρτο μαρούσι, σπίρτο λαζόπουλος, σπίρτο χαλάνδρι, σπίρτο του άλατος, σπίρτο και φωτιά, σπίρτο στα αγγλικά

Συνώνυμα: σπίρτο

αγώνας, ματς, πυρείο, ισόπαλος, ταίρι, εωσφόρος

Μεταφράσεις: σπίρτο

σπίρτο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
match, lucifer, matchstick, a match

σπίρτο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pareja, partido, fósforo, juego, partido de, encuentro

σπίρτο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
korrespondieren, paar, übereinstimmen, spiel, wettkampf, kampf, gegenstück, Spiel, Match, Begegnung, Partie

σπίρτο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
couple, partie, mariage, match, paire, allumette, concorder, assortir, s'entremettre, correspondance, rencontre, jeu

σπίρτο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coppia, fiammifero, gara, partita, incontro, partite, partite in

σπίρτο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fósforo, combinar, unir, esteira, partida, partido, jogo, correspondência

σπίρτο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duo, match, koppel, lucifer, echtelieden, wedstrijd, tweetal, echtpaar, gelijke, wedstrijdresultaten

σπίρτο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соискание, пара, партия, состязание, ровня, огнепровод, спичка, соревнование, брак, матч, пар, матча, совпадение, матче, соответствие

σπίρτο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
parti, kamp, kampen

σπίρτο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
par, koppla, make, tändsticka, match, matchen, matcha, matchning

σπίρτο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pari, kilpailu, naittaa, ottelu, ottelussa, ottelua, ottelun, ottelun alkua

σπίρτο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
match, tændstik, kamp, kampen, Kampens

σπίρτο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zápalka, zápas, sňatek, pár, sirka, utkání, shoda, Těmto požadavkům, zápasu

σπίρτο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dobór, lont, partia, para, zapałka, małżeństwo, dopasowanie, mecz, ożenek, spotkania, mecze, meczu, meczów

σπίρτο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meccs, gyufa, mérkőzés, Match, találat, mérkőzést

σπίρτο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
maç, maçı, eşleme, eşleşme, kibrit

σπίρτο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
матадор, матч

σπίρτο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndeshje, Ndeshja, Match, Përputhje, ndeshjes

σπίρτο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мач, среща, съвпадение, в срещата, двубой

σπίρτο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
матч

σπίρτο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tikk, ühitama, matš, Kohtumise, mängu, vaste, match

σπίρτο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utakmica, susret, Match, susret je, utakmici

σπίρτο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eldspýta, keppni, jafnast, kappleikur, Leikurinn, passa, Leiknum, samsvörun, jafningi

σπίρτο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tikti, varžybos, mačas, rungtynės, degtukas, derėti, atitikimo, atitikimas, Match, mačo

σπίρτο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sacīkstes, mačs, sērkociņš, Spēle, spēles, Beigu, spēlei

σπίρτο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
натпревар, натпреварот, натпревари, меч, теренот

σπίρτο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chibrit, meci, partida, meci de, acest meci, meciul

σπίρτο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tekma, tekma se, tekma se je, Srečanje, tekmo

σπίρτο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zápas, zápalka
Τυχαίες λέξεις