Одурачивать στα ελληνικά
Μετάφραση: одурачивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλάκας, εξαπατώ, κλέβω, ευθύς, ντόμπρος, κοροϊδεύω, ζαβολιάρης, χαζός, φενακίζω, μπλόφα, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- богослов στα ελληνικά - θεολόγος, θεολογία, Θεολόγου, θεολόγο
- бронза στα ελληνικά - μπρούτζος, μπρούντζος, χάλκινο, χάλκινα, μπρούντζο, μπρούτζινο
- ворчливый στα ελληνικά - σκυθρωπός, κακότροπος, γκρινιάρης, μεμψίμοιρος
- доброхот στα ελληνικά - Dobrokhotov
Τυχαίες λέξεις
Одурачивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλάκας, εξαπατώ, κλέβω, ευθύς, ντόμπρος, κοροϊδεύω, ζαβολιάρης, χαζός, φενακίζω, μπλόφα, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους
Μεταφράσεις: βλάκας, εξαπατώ, κλέβω, ευθύς, ντόμπρος, κοροϊδεύω, ζαβολιάρης, χαζός, φενακίζω, μπλόφα, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους