Λέξη: σφήνα

Σχετικές λέξεις: σφήνα

σφήνα αγία παρασκευή, σφήνα πόρτας, σφήνα σχισίματος, σφήνα για μωρά, σφήνα παναγιώτα, σφήνα αποχωρισμού, σφήνα μεταφραση, σφήνα θεσσαλονίκη, σφήνα νικολέττα, μαξιλάρι σφήνα

Συνώνυμα: σφήνα

τάκος, μεταλλικό στήριγμα πρόσδεσης, στύλωμα, αγκωνάρι, γωνιόλιθος, σφήν

Μεταφράσεις: σφήνα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wedge, chock, prop, scribe, spline
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuña, calzo, chaveta, de cuña, cuña de, cu~na, la cuña
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ecke, keilformation, stück, keil, klemme, Keil, Keils
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lopin, caler, morceau, coin, toquade, coincer, bout, cale, pièce, de coin, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calzatoia, zeppa, cuneo, a cuneo, cuneo di, di cuneo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casamento, cunha, de cunha, cunha de, wedge, em cunha
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
keil, wig, spie, keg, wedge, wigvormige, de wig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клин, клина, клином, клиновой, клиновые
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kile, wedge, kilen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kil, kilen, wedge, kilens
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiila, kiilata, vaaja, tunkea, kiilan, kiilaa, wedge, kiilalla
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kile, wedge, kilen, kile ind
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zaklínovat, klín, zaklínit, kus, klínu, klínové, klínový, wedge
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaklinować, wcisnąć, klinować, klin, klina, klinowe, klinowy, wedge
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ék, éket, ék alakú, ékkel, az ék
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kama, takoz, wedge, kıskı, kamalı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
одруження, клин, клін
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pykë, shufrën, pyke, Pyka, copëtrekëndëshe
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клин, клиновидна, клиновиден, клина
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
клін, палетак
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pulmad, kiil, kiilu, segmendiks, wedge, kiiluga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pričvrstiti, klin, uglaviti, klina, klinastog, wedge, klinasto
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fleyg, Wedge
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pleištas, pleišto, pleištiniai, pleištinės, pleištinis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ķīlis, stiprinājumi, slogs, ķīļa, ķīļveida
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
клин, на клин, оптоварување, оптоварување на, јаз
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pană, parcela, de pană, wedge, pene
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
klín, klin, primež, zagozda, zagozdo, klinasto
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klin, klín, kolená, lona, lono
Τυχαίες λέξεις