Оживать στα ελληνικά

Μετάφραση: оживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιστρέφω, αναζωογονώ, νεκρανασταίνω, γυρίζω, ξαναζωντανεύω, αναβιώνω, επιστροφή, επιταχύνω, έρχονται στη ζωή, ζωντανεύουν, έρθει στη ζωή, να ζωντανεύει, έρθουν στη ζωή
Оживать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • воровство στα ελληνικά - κλοπή, κλοπής, την κλοπή, της κλοπής, κλοπές
  • дальнобойность στα ελληνικά - φάσμα, εμβέλεια, διακυμαίνομαι, σειρά, εύρος, γκάμα
  • двурушнический στα ελληνικά - διπλοπροσωπία, διπλό παιχνίδι
  • дневной στα ελληνικά - καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
Τυχαίες λέξεις
Оживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιστρέφω, αναζωογονώ, νεκρανασταίνω, γυρίζω, ξαναζωντανεύω, αναβιώνω, επιστροφή, επιταχύνω, έρχονται στη ζωή, ζωντανεύουν, έρθει στη ζωή, να ζωντανεύει, έρθουν στη ζωή