Λέξη: περίχωρα
Σχετικές λέξεις: περίχωρα
περίχωρα κωνσταντινούπολης
Συνώνυμα: περίχωρα
περίχωρο, πέριξ, άκρα, περικύκλωση, περιβάλλο
Μεταφράσεις: περίχωρα
περίχωρα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
outskirts, surroundings, suburbs, environs, the outskirts
περίχωρα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ambiente, alrededores, entorno, sus alrededores, un entorno
περίχωρα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
milieu, umgebung, außenbezirke, umwelt, umgebungen, stadtrand, vorort, Umgebung, Umfeld, Umgebungen, Lage, Ambiente
περίχωρα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entourage, environs, cadre, bord, ambiance, périphérie, climat, alentours, environnement, milieu, marge, lisière, banlieue, un cadre
περίχωρα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ambiente, periferia, dintorni, un ambiente, frazioni, vicinanze
περίχωρα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cerque, ambiente, arredores, cercanias, cercar, meio, entorno, ambientes
περίχωρα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omgeving, medium, omtrek, cirkelomtrek, omstreken, buitenkant, milieu, de omgeving, kader, omgeving te
περίχωρα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
среда, окружение, окраина, околица, опушка, предместье, окрестность, антураж, околыш, окрестности, Окружающая среда, окрестностях, Окрестность
περίχωρα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
miljø, utkant, omgivelser, omgivelsene
περίχωρα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
omgivning, miljö, omgivningar, omgivningen, omgivningarna
περίχωρα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ympäristö, ympäristössä, ympäristössä on, ympäristöön, ympäristön
περίχωρα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
omgivelse, omgivelser, omgivelserne, omegn
περίχωρα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
okolí, okraj, periférie, kraj, okolnosti, prostředí
περίχωρα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kresy, kraniec, okolica, peryferie, margines, skraj, otoczenie, środowisko, okolice, okolicy, otoczenia
περίχωρα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
környék, környezetben, környéke, környéken, környékén
περίχωρα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çevre, çevresi, surroundings, çevreyi, eo
περίχωρα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
узлісся, оточення, середа, передмістя, середовище, околиця, околиці, окраїна, округа, міста, оточенні, околі
περίχωρα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjedis, rrethinë, rrethinat, rrethinat e, mjedis të
περίχωρα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
опушка, околности, обкръжение, среда, обстановка, околностите
περίχωρα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прадмесьце, наваколлі, ваколіцы
περίχωρα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ümbrus, eeslinnad, Ümbruskond, ümbrust, ümbruse, ümbruses
περίχωρα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
okoliš, okruženje, okolina, okolici, okolica, laik, ambijent, okolicu, okolice
περίχωρα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
umhverfið, umhverfi, nágrenni, nágrennis, umhverfis
περίχωρα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aplinka, Apylinkės, apylinkėse, Surroundings, aplinkoje
περίχωρα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apkārtne, Apkaimē, Surroundings, apkārtni, apkārtnē
περίχωρα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
околина, околината, опкружување, средина, опкружувањето
περίχωρα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
împrejurimi, împrejurimile, imprejurimi, un cadru, mediul
περίχωρα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
predmestje, okolí, okolica, okolico, okolice, Surroundings, okolici
περίχωρα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
okolí, prostredie, okolia, okolie, blízkosti, v okolí
Τυχαίες λέξεις