Око στα ελληνικά

Μετάφραση: око, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάτι, οφθαλμός, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Око στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • август στα ελληνικά - αύγουστος., Αύγουστος, Αυγ., Αύγ., Αύγουστο, Αυγ
  • берейтор στα ελληνικά - ιππασία, ιππασίας, οδήγησης, οδήγηση, ποδηλασίας
  • второстепенный στα ελληνικά - περιφερειακός, δεύτερον, υπεξούσιος, δεύτερος, ασήμαντος, δευτερόλεπτο, επικουρικός, ...
  • граф στα ελληνικά - μετρώ, κόμης, γραφική παράσταση, διάγραμμα, γράφημα, γραφήματος, γραφική παράσταση που
Τυχαίες λέξεις
Око στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάτι, οφθαλμός, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού