Окопать στα ελληνικά
Μετάφραση: окопать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκάβω, σαρκασμός, νύξη, κέντρισμα, σκάψει γύρω, σκάψει γύρω από, σκά- βουν
Μεταφράσεις
- арестовывать στα ελληνικά - κρατώ, συλλαμβάνω, αρπάζω, καθυστερώ, σύλληψη, συλλάβει, συλλάβουν, ...
- бутафорская στα ελληνικά - δωμάτιο, δωματίου, αίθουσα, δωμάτια, το δωμάτιο
- вечереть στα ελληνικά - μαρασμός, κλίνω, ξεπεσμός, μεγαλώνουν, αυξηθεί, αυξάνεται, αναπτυχθούν, ...
- всхлипнуть στα ελληνικά - λυγμός, κλαψούρισμα, whimper, κλαψουρίζω, κλαυθμυρίζω
Τυχαίες λέξεις
Окопать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκάβω, σαρκασμός, νύξη, κέντρισμα, σκάψει γύρω, σκάψει γύρω από, σκά- βουν
Μεταφράσεις: σκάβω, σαρκασμός, νύξη, κέντρισμα, σκάψει γύρω, σκάψει γύρω από, σκά- βουν