Λέξη: ευκαιρία
Σχετικές λέξεις: ευκαιρία
ευκαιρία συνώνυμα, ευκαιρία αποφθέγματα, ευκαιρία καριέρας, ευκαιρία ακίνητα, ευκαιρία απασχόλησης για 2.200 άνεργους πτυχιούχους, ευκαιρία εργασίας, ευκαιρία αυτοκίνητα, ευκαιρία για πρακτική άσκηση σε 20.000 ανέργους έως 29 ετών, ευκαιρία ετυμολογία, ευκαιρία στα αγγλικά, χρυσή ευκαιρία, χρυση ευκαιρία, χρυσή ευκαιρία ενοικιάσεις, χρυσή ευκαιρια, χρυσή ευκαιρία αγγελίες, χρυσή ευκαιρία εργασία
Συνώνυμα: ευκαιρία
πώληση, εκπτώσεις, πώλησις, έκταση, πρόθεση, βλέψη, θέα, πεδίο δράσης, πιθανότητα, τύχη, σύμπτωση, παζάρι, καλή αγορά, περίπτωση, περίσταση, αιτία, ανάγκη, δυνατότητα
Μεταφράσεις: ευκαιρία
ευκαιρία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chance, opportunity, occasion, an opportunity, opportunity to
ευκαιρία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
casual, azar, incidental, fortuito, acaso, suerte, accidental, fortuna, oportunidad, probabilidad, apariencia, oportunidad de, oportunidades, posibilidad, la oportunidad
ευκαιρία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zufällig, riskieren, zufall, gelegenheit, chance, beiläufig, gelegentlich, glück, wahrscheinlichkeit, möglichkeit, Gelegenheit, Möglichkeit, Chance
ευκαιρία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accidentel, risque, occasionnel, fortuit, possibilité, apparence, bonheur, adventice, aubaine, frapper, aventurer, probabilité, contingent, risquer, aléa, vraisemblance, occasion, opportunité, chance, occasion de
ευκαιρία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
opportunità, ventura, occasione, probabilità, occorrenza, fortuna, occasionale, azzardo, casuale, accidentale, rischio, possibilità, possibilità di, un'opportunità
ευκαιρία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ensejo, acontecimento, possibilidade, ocorrência, oportunidade, oportunidades, oportunidade de, ocasião
ευκαιρία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitzicht, bof, wagen, kans, incidenteel, gelegenheid, toevallig, geluk, gebeurtenis, geval, tref, mogelijkheid, kans niet, kansen
ευκαιρία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возможность, случайность, шанс, случайный, риск, случай, возможности, возможностью, возможностей
ευκαιρία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
høve, leilighet, lykke, tilfeldig, sannsynlighet, hell, anledning, sjanse, mulighet, muligheten, mulighet til
ευκαιρία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillfälle, slump, tillfällig, chans, slumpvis, lycka, riskera, utsikt, möjlighet, möjligheten, möjligheter, chansen
ευκαιρία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tilaisuus, mahdollisuus, odottamaton, onni, olot, satunnainen, mahdollisuuden, tilaisuuden, loistavan
ευκαιρία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilfælde, tilfældig, held, chance, lejlighed, mulighed, mulighed for, muligheden, muligheden for
ευκαιρία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
narazit, riziko, příležitost, pravděpodobnost, možnost, šance, riskovat, náhodný, štěstí, naděje, nahodilý, náhoda, příležitostí, příležitosti
ευκαιρία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trafić, okazja, zaryzykować, okazyjny, szansa, traf, prawdopodobieństwo, natrafić, przypadek, przypadkowy, możność, ryzykować, sposobność, możliwość, okazją
ευκαιρία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vakszerencse, alkalom, lehetőséget, lehetőség, lehetősége
ευκαιρία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
olasılık, fırsat, ihtimal, şans, bir fırsat, fırsatı, fırsattır, bir fırsattır
ευκαιρία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шанс, нагода, можливість, змогу
ευκαιρία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mundësi, mundësi e, mundësia, mundësi për, mundësinë
ευκαιρία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
случай, възможност, възможности, възможността, възможност за
ευκαιρία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
магчымасць, магчымасьць
ευκαιρία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juhuslik, juhtuma, võimalus, võimaluse, võimalust, võimalik, võimalusi
ευκαιρία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sreća, pokušati, sreću, mogućnost, prilika, priliku, prigoda, mogućnosti
ευκαιρία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilviljun, tækifæri, hending, happ, tækifæri til, tækifærið, möguleika, kost
ευκαιρία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fors-itis, casus
ευκαιρία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laimė, proga, galimybė, sėkmė, atsitiktinumas, galimybę, galimybės, galimybe
ευκαιρία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veiksme, perspektīva, varbūtība, izredzes, risks, riskēt, iespējamība, izdevība, iespēja, iespēju, iespējas
ευκαιρία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
можност, можности, можноста, можност за, прилика
ευκαιρία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ocazie, probabilitate, perspectivă, noroc, oportunitate, oportunitate de, ocazia, posibilitatea de
ευκαιρία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
priložnost, možnost, náhoda, priložnosti, možnosti
ευκαιρία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
udalosť, náhoda, šance, príležitosť, možnosť, príležitosti, príležitosťou, príležitosť na
Στατιστικά δημοτικότητας: ευκαιρία
Τυχαίες λέξεις