Окультуривать στα ελληνικά
Μετάφραση: окультуривать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τιθασεύω, εξημερώνω, καλλιεργώ, σκαλίζω, διεκδικήσουν, διεκδικήσει, ανάκτηση, διεκδικήσει εκ νέου, ανακτήσετε
Μεταφράσεις
- враждебность στα ελληνικά - ανταγωνισμός, ανιμισμός, καταφορά, εμπάθεια, εχθρότητα, κακεντρέχεια, εχθρότητας, ...
- вселять στα ελληνικά - εμπνέω, εγκαθιστώ, κινώ, εγκαθιδρύω, σαλεύω, ενσταλάζω, τοποθετώ, ...
- гальванопокрытие στα ελληνικά - ηλεκτρολυτικής, επιμετάλλωση, ηλεκτρολυτική, ηλεκτρόλυση, με ηλεκτρόλυση
- диссонанс στα ελληνικά - χασμωδία, ασυμφωνία, διχόνοια, παραφωνία, ασυμφωνίας, δυσαρμονία, dissonance
Τυχαίες λέξεις
Окультуривать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τιθασεύω, εξημερώνω, καλλιεργώ, σκαλίζω, διεκδικήσουν, διεκδικήσει, ανάκτηση, διεκδικήσει εκ νέου, ανακτήσετε
Μεταφράσεις: τιθασεύω, εξημερώνω, καλλιεργώ, σκαλίζω, διεκδικήσουν, διεκδικήσει, ανάκτηση, διεκδικήσει εκ νέου, ανακτήσετε