Окуривать στα ελληνικά
Μετάφραση: окуривать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνοί, καυσαέριο, μουτζούρα, μουτζουρώνω, καπνίζω, καπνός, την απολύμανση, απολυμαίνουν, απολύμανση των, τον υποκαπνισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- асептический στα ελληνικά - στείρος, άγονος, άσηπτη, ασηπτικές, ασηπτική, άσηπτης, άσηπτες
- бродяга στα ελληνικά - τυμπανιστής, αγύρτης, μόρτης, τεμπέλης, πλάνης, μπερμπάντης, αλήτης, ...
- гнездование στα ελληνικά - φωλιάσματος, φωλιές, ωοτοκίας, φωλεοποίησης, φωλιάζουν
- госстрах στα ελληνικά - κρατίδιο, κράτος, κρατική, κατάσταση, κρατικών, κρατικές
Τυχαίες λέξεις
Окуривать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνοί, καυσαέριο, μουτζούρα, μουτζουρώνω, καπνίζω, καπνός, την απολύμανση, απολυμαίνουν, απολύμανση των, τον υποκαπνισμό
Μεταφράσεις: καπνοί, καυσαέριο, μουτζούρα, μουτζουρώνω, καπνίζω, καπνός, την απολύμανση, απολυμαίνουν, απολύμανση των, τον υποκαπνισμό