Καυσαέριο στα ρωσικά

Μετάφραση: καυσαέριο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дым, морить, окуривать, испарения, копоть, дымить, выхлопной газ, выхлопных газов, отработавших газов, выхлопного газа, отходящего газа
Καυσαέριο στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καυσαέριο

καυσαέριο λεξικό γλώσσας ρωσικά, καυσαέριο στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • καυγάς στα ρωσικά - препирательство, перессориться, склока, ссориться, переругаться, спорить, брань, ...
  • καυγαδίζω στα ρωσικά - спор, браниться, поругаться, ссора, переругаться, перессориться, поссориться, ...
  • καυστήρας στα ρωσικά - бак, котел, реторта, титан, котёл, кипятильник, птица, ...
  • καυστικός στα ρωσικά - пирог, девка, каустик, шлюха, торт, язвительный, терпкий, ...
Τυχαίες λέξεις
Καυσαέριο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: дым, морить, окуривать, испарения, копоть, дымить, выхлопной газ, выхлопных газов, отработавших газов, выхлопного газа, отходящего газа