Λέξη: σαρκικός

Σχετικές λέξεις: σαρκικός

σαρκικός πόλεμος

Συνώνυμα: σαρκικός

ασελγής, αισθησιακός, φιλήδονος

Μεταφράσεις: σαρκικός

σαρκικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
carnal, fleshly, sensual

σαρκικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carnal, carne, carnales

σαρκικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fleischlich, fleischliche, fleischlichen, fleischlicher, Fleisches

σαρκικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corporel, charnel, physique, sensuel, matériel, charnelle, chair, la chair, de chair

σαρκικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carnale, carnali, della carne, fleshly, sensuale

σαρκικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carnal, carnais, da carne, fleshly

σαρκικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vleselijk, vleselijke, de vleselijke, fleshly, vleses

σαρκικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чувственный, плотский, плотские, плотской, плотское, плотским

σαρκικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjøde, kjødelige, kjødelig, fleshly, det kjødelige

σαρκικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kötts, fleshly, köttsliga, köttslig, köttsligt

σαρκικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rietas, lihallinen, lihallisen, lihalliset, lihallisia, lihallisista

σαρκικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kødelige, kødelig, kødeligt, det kødelige, fleshly

σαρκικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smyslný, tělesný, masitě, tělesné, tělesná, tělesnými

σαρκικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zmysłowy, cielesny, cielesne, cielesna, cielesnego, cielesnym

σαρκικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nemi, hívságos, mondén, testi, húsos

σαρκικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bedensel, fleshly, dünyevi, maddesel bereketlerle, şehvetli

σαρκικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плотський, тілесний, плотська, тілесна

σαρκικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njerëzor, të mishit, mishi, prej mishi, mishë

σαρκικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плътски, плътска, плътския, плътско, плътското

σαρκικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
плоцкі, цялесны

σαρκικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tiirane, keha, lihalikud, lihalikest, lihaliku, lihalik, lihalike

σαρκικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čulan, puten, požudan, tjelesan, tjelesni, pak tjelesan, tjelesno, tjelesna

σαρκικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
holdlegur, holdlegum, holdlega

σαρκικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kūniškas, kūniški, kūniškiems, Plokščia

σαρκικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
miesas, miesīgs

σαρκικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
телесните, чувствен, телесен, телесна, страсни телесни

σαρκικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trupesc, trupească, carne, carnală, de carne

σαρκικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Telesna, Pohotljiv

σαρκικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohlavní, Masia, mäsité, Masi, Maši, Máše
Τυχαίες λέξεις