Омерзительный στα ελληνικά

Μετάφραση: омерзительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αηδιαστικός, απωθητικός, αποτροπιαστικός, απαίσιος, απεχθής, εναγής, διαβόητος, επαναστατικός, βδελυρός, ακάθαρτος, αντιπαθητικός, βρώμικος, αποκρουστικός, αποκρουστική, αποκρουστικό, απωστική, απωθητική
Омерзительный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • баян στα ελληνικά - ακορντεόν, ακκορντεόν, το ακορντεόν, ακκορντέον
  • выждать στα ελληνικά - περίμενε, περιμένω, περιμένετε, περιμένει, περιμένουμε, wait
  • гомосексуалист στα ελληνικά - αναποδογυρίζω, πανσές, ανατρέπω, ομοφυλόφιλος, ομοφυλόφιλων, ομοφυλοφιλική, ομοφυλοφιλικές, ...
  • давилка στα ελληνικά - πειραγμένος τις γυναίκες, πολτοποιητή, Πολτοποιητής, masher, ερωτοτροπών τις γυναίκες
Τυχαίες λέξεις
Омерзительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αηδιαστικός, απωθητικός, αποτροπιαστικός, απαίσιος, απεχθής, εναγής, διαβόητος, επαναστατικός, βδελυρός, ακάθαρτος, αντιπαθητικός, βρώμικος, αποκρουστικός, αποκρουστική, αποκρουστικό, απωστική, απωθητική