Опаздывать στα ελληνικά
Μετάφραση: опаздывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθυστερώ, επιμένω, βραδυπορώ, αργώ, είναι αργά, να είναι αργά, αργήσει, καθυστερούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беречь στα ελληνικά - φύλακας, διατηρώ, βάζω, συντηρώ, κρύβομαι, κρατώ, χαρίζω, ...
- децибел στα ελληνικά - dB
- дифракция στα ελληνικά - περίθλαση, διάθλαση, περίθλασης, διάθλασης, περιθλάσεως
- жимолость στα ελληνικά - αιγόκλημα, αγιόκλημα, το αγιόκλημα, αγιοκλήματος
Τυχαίες λέξεις
Опаздывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθυστερώ, επιμένω, βραδυπορώ, αργώ, είναι αργά, να είναι αργά, αργήσει, καθυστερούν
Μεταφράσεις: καθυστερώ, επιμένω, βραδυπορώ, αργώ, είναι αργά, να είναι αργά, αργήσει, καθυστερούν