Оперативный στα ελληνικά

Μετάφραση: оперативный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δραστήριος, αποτελεσματικός, ακμαίος, αποδοτικός, ενεργός, λειτουργικός, ενεργητικός, επιχειρησιακό, επιχειρησιακή, επιχειρησιακά, επιχειρησιακών, επιχειρησιακές
Оперативный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гастрический στα ελληνικά - γαστρικός, γαστρικού, γαστρικό, γαστρική, γαστρικής
  • дама στα ελληνικά - σύντροφος, ταίρι, κυρία, κοπέλα, γυναίκα, κυρίας, κυρία που
  • декорировать στα ελληνικά - διακοσμώ, διακοσμούν, διακοσμήσετε, διακοσμήσει, κοσμούν, στολίζουν
  • дряхлость στα ελληνικά - έσχατο γήρας, εξασθένησή, την εξασθένησή, εξασθένηση, εξασθένησης
Τυχαίες λέξεις
Оперативный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δραστήριος, αποτελεσματικός, ακμαίος, αποδοτικός, ενεργός, λειτουργικός, ενεργητικός, επιχειρησιακό, επιχειρησιακή, επιχειρησιακά, επιχειρησιακών, επιχειρησιακές