Опоганить στα ελληνικά
Μετάφραση: опоганить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λερώνω, μαγαρίζω, κηλιδώνω, βεβηλώνω, μολύνω, ρυπαίνω, defile, μολύνει τον, βεβηλώσει
Μεταφράσεις
- битум στα ελληνικά - άσφαλτος, πίσσα, ασφάλτου, άσφαλτο, βιτουμένιο
- взорвать στα ελληνικά - εκρήγνυμαι, ξεσπώ, έκρηξη, εξαντλώ, χυμός, υποσκάπτω, ζουμί, ...
- девственница στα ελληνικά - παρθένος, παρθένα, παρθένο, παρθένου, παρθένων, παρθένες
- договорный στα ελληνικά - συμβατικός, συμβατικές, συμβατικών, συμβατική, συμβατικής, συμβατικό
Τυχαίες λέξεις
Опоганить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λερώνω, μαγαρίζω, κηλιδώνω, βεβηλώνω, μολύνω, ρυπαίνω, defile, μολύνει τον, βεβηλώσει
Μεταφράσεις: λερώνω, μαγαρίζω, κηλιδώνω, βεβηλώνω, μολύνω, ρυπαίνω, defile, μολύνει τον, βεβηλώσει