Опорожняться στα ελληνικά
Μετάφραση: опорожняться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άδειος, άδειο, κενή, κενό, κενών, κενές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анархический στα ελληνικά - αναρχικός, αναρχική, αναρχικό, άναρχη, άναρχο
- аннотация στα ελληνικά - υποσημείωση, περίληψη, σχολιασμός, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, αφηρημένες
- даниил στα ελληνικά - Ντάνιελ, Δανιήλ, Ο Daniel, Daniel, τον Daniel
- двойственно στα ελληνικά - διπλάσια, διπλά, διπλής, διπλή, διττώς
Τυχαίες λέξεις
Опорожняться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άδειος, άδειο, κενή, κενό, κενών, κενές
Μεταφράσεις: άδειος, άδειο, κενή, κενό, κενών, κενές